σπάθη

σπάθη
η, ΝΜΑ, και σπάδη Α
1. μικρό εργαλείο που χρησιμοποιείται, για την ανάμιξη διαφόρων υλικών και ουσιών, κν. σπάτουλα
2. ο μίσχος άνθους ή το στέλεχος κλάδου («τόξα δὲ εἶχον ἐκ φοίνικος σπάθης πεποιημένα», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. σπαθί
2. (στρ.-αθλ.) παλαιό αγχέμαχο όπλο τών ιππέων και, μεταγενέστερα, όπλο ξιφασκίας
3. ξύλινος ή σιδερένιος μοχλός τού αρότρου
4. (υφαντ.) καθένας από τους δύο κανόνες με τους οποίους συγκρατείται το χτένι όρθιου υφαντικού ιστού
5. ναυτ. βραχώδης ύφαλος μικρού πλάτους και σχετικά μεγάλου μήκους, οποίος είναι παράλληλος προς την ακτογραμμή
6. βοτ. μεγάλο βράκτιο φύλλο που περιβάλλει την ταξιανθία σπάδικας
7. φρ. «ναυμάχος σπάθη»
ναυτ. σπαθί μικρού μήκους που χρησιμοποιήθηκε σε παλαιότερες εποχές ως όπλο κατά τις εμβολές σε εχθρικά πλοία
αρχ.
1. πλατύ κοπίδι από ξύλο ή μέταλλο
2. πλατύ και επίπεδο ξύλο το οποίο χρησιμοποιούσαν οι υφαντές στον όρθιο αργαλειό για να χτυπούν το υφάδι και να κάνουν πυκνό το ύφασμα («ὕφασμα τοῡτο, σῆς ἔργον χερὸς σπάθης τε πληγὰς ἔσιδε», Αισχύλ.)
3. το πλατύ μέρος κουπιού
4. η ωμοπλάτη
5. ξυστρί
6. στον πληθ. αἱ σπάθαι
α) οι όνυχες άγκυρας («πλοῑον σὺν ἀγκύραις σιδηραῑς δυσὶ σὺν σπάθαις σιδηραῑς», πάπ.)
β) πλατιές πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. σπάθη ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sp(h)edh- με σημ. «μακρύ, επίπεδο κομμάτι ξύλου» και αντιστοιχεί στα αρχ. σαξ. spado, αγγλοσαξ. spade, spadu, βόρ. άνω γερμ. Spaten, γερμ. spadan. Αξίζει επίσης να σημειωθούν τα λατ. δάνεια spatha και spatula < σπάθη «σπαθί, σπάτουλα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σπάθη — any broad blade fem nom/voc sg (attic epic ionic) σπαθάω strike the woof with the pres imperat act 2nd sg (doric) σπαθάω strike the woof with the pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) σπαθάω strike the woof with the imperf ind act 3rd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάθῃ — σπάθη any broad blade fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάθαι — σπάθη any broad blade fem nom/voc pl σπάθᾱͅ , σπάθη any broad blade fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάθηι — σπάθῃ , σπάθη any broad blade fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαθᾶν — σπάθη any broad blade fem gen pl (doric aeolic) σπαθάω strike the woof with the pres part act masc voc sg (doric aeolic) σπαθάω strike the woof with the pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σπαθάω strike the woof with the pres part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαθῶν — σπάθη any broad blade fem gen pl σπαθάω strike the woof with the pres part act masc voc sg σπαθάω strike the woof with the pres part act neut nom/voc/acc sg σπαθάω strike the woof with the pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σπαθάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάθαις — σπάθη any broad blade fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάθην — σπάθη any broad blade fem acc sg (attic epic ionic) σπαθάω strike the woof with the imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) σπαθάω strike the woof with the imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάθης — σπάθη any broad blade fem gen sg (attic epic ionic) σπαθάω strike the woof with the pres ind act 2nd sg σπαθάω strike the woof with the imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Spatha — Roman era reenactor holding a Deepeeka Late Roman Spatha The spatha was a type of straight sword, measuring between 0.75 and 1 m (30 and 39 in),[dubious – discuss …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”